αὐτοφυῶς

αὐτοφυῶς
αὐτοφυής
self-grown
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αυτοφυής — ές (AM αὐτοφυής, ές, Μ και αὐτόφυος, ον) Ι. 1. (για φυτά) αυτός που φυτρώνει μόνος του 2. αυτός που υπάρχει μόνος του από τη φύση, φυσικός μσν. εκείνος που αποτελεί σύμπλεγμα με κάποιον άλλο αρχ. 1. (για γεωργικά προϊόντα) αυτός που φυτρώνει στον …   Dictionary of Greek

  • χειρομαχία — ἡ, Μ [χειρομάχος] (σχετικά με φυτά) η καλλιέργεια από ανθρώπινα χέρια («αὐτοφυῶς καὶ οὐκ ἀπὸ χειρομαχίας», Ευστ.) …   Dictionary of Greek

  • ԻՆՔՆԱԲՆԱԿԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0855 Chronological Sequence: Unknown date մ. Որպէս յն. ինքնաբնաբար. αὑτοφύως sua sponte. ինքնին. մտադիր. կամակար. ʼի բնէ. անդըստին. *Ինքնակնակաբար աստուածային մասամբ ճշմարտապէս ունին բարութիւն. Պղատ. օրին. ՟Ա …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”